-
1 çuval
σακί, σάκος, τσουβάλι -
2 torba
σακί, σάκος, σακούλα, σακούλι -
3 мешок
мешок м το σακί, το τσουβάλι· вещевой \мешок о γυλιός* * *мτο σακί, το τσουβάλιвещево́й мешо́к — ο γυλιός
-
4 валить
валить Iнесов1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):\валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:\валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.вали||ть IIнесов разг1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;2. (густой массой):снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό. -
5 кот
котм ὁ γάτος· ◊ морской \кот зоол. ὁ τρύγων (γένος ψαριών)· \кот наплакал разг δέν φτάνει ὁὔτε γιά νά ξύσεις τό δόντι σου· купить \кота в мешке ἀγοράζω γουρούνι στό σακί· не все \коту масленица.га δέν εἶναι κάθε μέρα Πάσχα. -
6 мешок
меш||окм1. τό σακκί, τό τσουβάλι:вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·3. воен. ὁ κλοιός:попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί. -
7 стричь
стричьнесов κουρεύω (волосы; тж. животных)/ κόβω (ногти)/ κλαδεύω (деревья)· ◊ \стричь всех под одну́ гребенку βάζω ὀλους στό ίδιο σακί. -
8 зашить
-шью, -шьшь, προστκ. зашейρ.σ.μ.ράβω•зашить пальто ράβω πανωφόρι•
зашить рану ράβω την πληγή.
|| κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.
δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω. -
9 киса
См. также в других словарях:
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek
σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάκι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. τής γλώσσας Τούπι] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ανασακιάζω — 1. ξανατοποθετώ σε σακιά, βάζω σε άλλο σακί 2. κουνώ ένα γεμάτο σακί για να κατακαθήσει … Dictionary of Greek
τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] … Dictionary of Greek
Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile … Wikipedia
Athanasios — (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträge … Deutsch Wikipedia
Thanasis — Athanasios (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträger 4.1 Athanasios … Deutsch Wikipedia
Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 … Wikipedia