Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το σακί

  • 1 çuval

    σακί, σάκος, τσουβάλι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çuval

  • 2 torba

    σακί, σάκος, σακούλα, σακούλι

    Türkçe-Yunanca Sözlük > torba

  • 3 мешок

    мешок м το σακί, το τσουβάλι· вещевой \мешок о γυλιός
    * * *
    м
    το σακί, το τσουβάλι

    вещево́й мешо́к — ο γυλιός

    Русско-греческий словарь > мешок

  • 4 валить

    валить I
    несов
    1. (кого-л., что-л.) ρίχνω κάτω, ἀνατρέπω/ἀναποδογυρίζω (опрокидывать) I σωριάζω, ρίχνω, γκρεμίζω (деревья и т. п.):
    \валить» с ног кого-л. ρίχνω κάτω (или χάμου) κάποιον
    2. (беспорядочно бросать) ρίχνω, ρίπτω:
    \валить все в одну́ ку́чу перен τά βάζω ὅλα σ'ενα σακί, δέν κάνω καμιά διάκριση; ◊ \валить вину́ на другого τά φορτώνω σέ ἄλλον, φορτώνω τό λάθος μου σέ ἄλλον.
    вали||ть II
    несов разг
    1. (идти толпой) προσέρχομαι κατά μάζες, συρρέω;
    2. (густой массой):
    снег \валитьт хлопьями τό χιόνι πέφτει πυκνό, οἱ νιφάδες πέφτουν πυκνά; дым \валитьт из трубы ἀπ' τήν καπνοδόχο βγαίνουν σύννεφα καπνοῦ, ἡ καπνοδόχος βγάζει πυκνό καπνό.

    Русско-новогреческий словарь > валить

  • 5 кот

    кот
    м ὁ γάτος· ◊ морской \кот зоол. ὁ τρύγων (γένος ψαριών)· \кот наплакал разг δέν φτάνει ὁὔτε γιά νά ξύσεις τό δόντι σου· купить \кота в мешке ἀγοράζω γουρούνι στό σακί· не все \коту масленица.га δέν εἶναι κάθε μέρα Πάσχα.

    Русско-новогреческий словарь > кот

  • 6 мешок

    меш||ок
    м
    1. τό σακκί, τό τσουβάλι:
    вещевой \мешок ὁ γυλιός (у военных), τό σακκίδιο (у туристов)· класть в \мешок βάζω στό τσουβάλι·
    2. ίο человеке) разг ὁ βραδυκίνητος (или ὁ ἀγαρμπος) ἄνθρω-πος·
    3. воен. ὁ κλοιός:
    попа́сть в \мешок πέφτω σέ κλοιό, περικυκλώνομαι· ◊ \мешокки́ под глазами разг τά πρησμένα μάτια· золотой \мешок ὁ πλούσιος, ὁ παραλής· каменный \мешок ἡ ὑπόγειος εἰρκτή· сидеть \мешокко́м (об одежде) κρέμομαι σάν τσουβάλι· покупать кота в \мешокке́ ἀγοράζω γουρούνι στό σακί.

    Русско-новогреческий словарь > мешок

  • 7 стричь

    стричь
    несов κουρεύω (волосы; тж. животных)/ κόβω (ногти)/ κλαδεύω (деревья)· ◊ \стричь всех под одну́ гребенку βάζω ὀλους στό ίδιο σακί.

    Русско-новогреческий словарь > стричь

  • 8 зашить

    -шью, -шьшь, προστκ. зашей
    ρ.σ.μ.
    ράβω•

    зашить пальто ράβω πανωφόρι•

    зашить рану ράβω την πληγή.

    || κλείνω πυκνά (με ξύλα κ.τ.τ.). || κλείνω μέσα ράβοντας•

    зашить в мешок ράβω μέσα στο σακί.

    δεν τα βγάζω πέρα, δεν ξέρω τι να κάνω, πελαγώνω.

    Большой русско-греческий словарь > зашить

  • 9 киса

    θ.
    ψιψίνα, γατούλα.
    -ΐί θ. (παλ. κ. διαλκ.) σακί, σάκος, τσουβάλι.

    Большой русско-греческий словарь > киса

См. также в других словарях:

  • σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …   Dictionary of Greek

  • Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. τής γλώσσας Τούπι] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανασακιάζω — 1. ξανατοποθετώ σε σακιά, βάζω σε άλλο σακί 2. κουνώ ένα γεμάτο σακί για να κατακαθήσει …   Dictionary of Greek

  • τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] …   Dictionary of Greek

  • Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile …   Wikipedia

  • Athanasios — (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträge …   Deutsch Wikipedia

  • Thanasis — Athanasios (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträger 4.1 Athanasios …   Deutsch Wikipedia

  • Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»